ουρανόχρους

ουρανόχρους
-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)
αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα τού ουρανού, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσό-χρους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • ουρανοχρώματος — οὐρανοχρώματος, ον (Α) ουρανόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + χρῶμα, ατος] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόχρωμος — η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + χρώμα] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόχρως — οὐρανόχρως, ων (Α) βλ. ουρανόχρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”